αφαντασίωτος

αφαντασίωτος
ος , ον реалистически мыслящий (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αφαντασίωτος" в других словарях:

  • αφαντασίωτος — ἀφαντασίωτος, ον (Α) [φαντασιούμαι] αυτός που δεν έχει φαντασία, που είναι ανίκανος να φανταστεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀφαντασίωτος — unable to imagine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαντασίωτον — ἀφαντασίωτος unable to imagine masc/fem acc sg ἀφαντασίωτος unable to imagine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»