- αφαντασίωτος
- ος , ον реалистически мыслящий (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφαντασίωτος — ἀφαντασίωτος, ον (Α) [φαντασιούμαι] αυτός που δεν έχει φαντασία, που είναι ανίκανος να φανταστεί κάτι … Dictionary of Greek
ἀφαντασίωτος — unable to imagine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντασίωτον — ἀφαντασίωτος unable to imagine masc/fem acc sg ἀφαντασίωτος unable to imagine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)